Επικοινωνία: Τηλ.: +30 6976784678 | e-mail: securityexpert@mailbox.gr
Παρασκευή 29 Μαρτίου 2024

Ένας σκύλος άλλαξε τη ζωή μου στη φυλακή μετά από 20 χρόνια

jail-dogs

Καθόμουν στην ψυχρή αίθουσα επισκέψεων και περίμενα αγχωμένος. Τα μάτια μου διαρκώς πήγαιναν προς την ταλαιπωρημένη μεταλλική πόρτα της εισόδου. Τα δάχτυλά μου έπαιζαν έναν ακανόνιστο σκοπό στο μπράτσο της καρέκλας μου. Δεν μπορούσα να σταματήσω τις νευρικές μου αντιδράσεις.

«Γιατί κάνουν τόση ώρα;» ψιθύρισε ο Steven, ο συγκρατούμενός μου. Το γόνατό του πήγαινε σαν κομπρεσέρ.

Ο Steven είναι 21, εγώ 41. Περιέργως έχουμε πολλά κοινά, κυρίως επειδή είχα καταλήξει στη φυλακή στην ίδια ηλικία που ήταν αυτός τώρα. Εδώ μέσα δεν είναι δυνατόν να μεγαλώσεις, να ωριμάσεις. Ο χρόνος σταματάει για εμάς. Καταλαβαίνω ότι είναι δύσκολο πράγμα για να κατανοήσει κάποιος ελεύθερος άνθρωπος, αλλά είναι αλήθεια.

«Δεν ξέρω», του απάντησα.

Κοίταξα γύρω μου, βλέποντας όλους τους άλλους κατάδικους. Ελάχιστοι μιλούσαν. Κάποιοι χαμογελούσαν νευρικά. Σχεδόν όλοι κοιτούσαν την πόρτα, ανυπομονώντας γι’ αυτό που ερχόταν.

Έξω, μηχανικές πύλες άνοιγαν και έκλειναν, ανακοινώσεις ακούγονταν από τα μεγάφωνα, αξιωματικοί φώναζαν ο ένας στον άλλον, προσπαθώντας να ακουστούν μέσα από το χοντρό, αλεξίσφαιρο γυαλί που βρισκόταν ολόγυρα του κέντρου ελέγχου.

Αλλά εμείς εκεί, ήσυχοι. Ένας βήχας εκεί. Ένα μουγκρητό εδώ. Κάποιοι σκόρπιοι ήχοι πιο πέρα. Ο απαλός ήχος των (πανάκριβων) αυτόματων πωλητών.

Τότε, ξαφνικά, με την άκρη του ματιού μου διακρίνω κίνηση πέρα από ένα από τα παράθυρα που κοιτούν προς τον διάδρομο. Παίρνω μια βαθιά ανάσα και σκουντάω το πόδι του Steven με το δικό μου.

Είχε έρθει η ώρα.

Η πόρτα άνοιξε και ένας τεράστιος σαλιάρης σκύλος όρμησε προς τα μέσα, σέρνοντας έναν αξιωματικό από το λουρί. Τον ακολούθησαν τρία ακόμα σκυλιά, δύο κιτρινωπά και ένα μαύρο, τα οποία επίσης έσερναν τους αξιωματικούς που τα συνόδευαν. Πίσω τους ήταν ένα καφέ λαμπραντόρ που φαινόταν να κοιτά τα τεκταινόμενα με περιέργεια, αλλά και φόβο ταυτόχρονα.

Σηκώθηκα και έδειξα το σκυλί με το δάχτυλό μου: «Θα μπορούσα να έχω αυτό;».

Το σκυλί μού θύμισε την πρώτη μου ημέρα στην πιο διαβόητη φυλακή του Michigan. Δεν θα ξεχάσω ποτέ την ημέρα που μπήκα στην πτέρυγα. Ένιωθα τα βλέμματα όλων των καταδίκων πάνω μου.

Ένας αξιωματικός μού έδωσε το λουρί του σκύλου και εγώ με τον Steve αρχίσαμε να χαϊδεύουμε το ανήσυχο πλασματάκι.

Ήταν η στιγμή που ξεκινούσε το νέο πρόγραμμα της φυλακής, στο οποίο εμείς οι κατάδικοι θα εκπαιδεύαμε σκυλιά ώστε αυτά με τη σειρά τους να βοηθήσουν βετεράνους πολέμου που έπασχαν από μετατραυματικό σοκ. Ήμασταν όλοι φοβερά ενθουσιασμένοι. Είχα ήδη αφήσει πίσω μου 20 χρόνια της μεγάλης ποινής μου, με την κάθε ημέρα να μοιάζει με την άλλη. Είχα χάσει διάφορα μέλη της οικογένειάς μου – άλλα είχαν πεθάνει, άλλα με είχαν ξεχάσει. Φίλοι που είχα κάνει εκεί μέσα είχαν μεταφερθεί σε άλλες εγκαταστάσεις. Αλλά να που είχα μπροστά μου αυτό τον σκύλο, ένα πλάσμα ζωντανό, αληθινό, κάτι που δεν είχα μυρίσει για δύο δεκαετίες.

Μια γυναίκα με πολιτικά γονάτισε μπροστά μας χαμογελώντας. «Το όνομά της είναι Maui», μας είπε. «Προσπαθήστε να κρατήσετε το κολάρο της όσο πιο ψηλά μπορείτε στον λαιμό της. Θα σας είναι πιο εύκολο να την ελέγξετε».

Η γυναίκα κινήθηκε γρήγορα και προς τους άλλους κατάδικους.

Ακούσαμε ομιλίες. Μας έδωσαν κανόνες. Τέθηκαν ερωτήσεις και δόθηκαν απαντήσεις. Εν συνεχεία μάς άφησαν ελεύθερους στον χώρο προαυλισμού με τα σκυλιά. Η Maui ανέλαβε γρήγορα δράση, θέλοντας να χώσει τη μουσούδα της παντού, να γευτεί τα πάντα, να δει τα πάντα σε ένα μέρος που εδώ και καιρό είχε πάψει να έχει ζωή για μένα.

Όταν μπήκαμε και πάλι στην πτέρυγα, την οδήγησα προς το νέο της σπίτι. Την είχαν φοβίσει τα κιγκλιδώματα μεταξύ των εξωτερικών και των εσωτερικών πορτών του κτιρίου, τα σκληρά μεταλλικά σκαλιά που οδηγούσαν προς τον υπόγειο χώρο κράτησής μας. Αναγκάστηκα να την πάρω αγκαλιά στην τελική ευθεία.

Εκείνο το απόγευμα, συζητήσαμε μεταξύ μας και κοιτάξαμε τα σκυλιά μας:

«Πώς λένε τον σκύλο σου;».
«Είναι αρσενικό ή θηλυκό;».
«Δες πόσο απαλό είναι το δικό μου».
«Και το δικό μου!»
«Το δικό μου μυρίζει περίεργα».
«Έτσι πρέπει να μυρίζουν».

«Κάτσε, Niko, κάτσε», αναφώνησε με στόμφο ο Rodriguez, o γείτονάς μου. Τα μάτια του γούρλωσαν. «Κοίτα, το δικό μου ξέρει να κάθεται».

Οι υπόλοιποι περάσαμε τα επόμενα πέντε λεπτά προσπαθώντας να ανακαλύψουμε τι μπορούσαν να κάνουν τα σκυλιά μας, μέχρι που οι μπάτσοι ήρθαν για να μας βάλουν στα κελιά μας ώστε να μας καταμετρήσουν. Έτσι πάει η ζωή στη φυλακή: καταμέτρηση, καταμέτρηση, καταμέτρηση.

«Δεν αισθάνεσαι λίγο περίεργα;», με ρώτησε ο Steven μερικά λεπτά αργότερα. «Λες και είμαστε σε όνειρο, ε;».

Όντως ήταν λίγο περίεργα. Για δύο δεκαετίες, η ζωή μου περιστρεφόταν γύρω από αγριεμένους κατάδικους και εκδικητικούς σωφρονιστικούς υπαλλήλους. Μέχρι εκείνο το σημείο, το να αγγίζω ένα ζωντανό πλάσμα συνέβαινε μόνο στο πλαίσιο αιματηρών συμπλοκών και ντροπιαστικών σωματικών ελέγχων.

Και να που τώρα στεκόμουν εδώ, με ένα μικρό πλασματάκι να τρίβεται πάνω μου. Τα λαμπερά της μάτια με κοιτούσαν και ήταν σαν να μου έλεγε: «Αν με αφήσεις θα σε αγαπήσω. Σου το υπόσχομαι».

Ο Jerry Metcalf, 41 ετών, είναι φυλακισμένος στο Σωφρονιστικό Ίδρυμα Thumb στο Lapeer του Michigan, όπου εκτίει ποινή 40-60 χρόνων για δολοφονία δευτέρου βαθμού και οπλοκατοχή. Καταδικάστηκε το 1996.

Πηγή: vice.com

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνσή σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Τελευταία Νέα